- διόγνητος
- διόγνητος, -ον (Α)ο διογενής.[ΕΤΥΜΟΛ. Συντετμημένος τ. αντί διογένητος < διο-* + -γένητος < γίγνομαι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Διόγνητος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διόγνητος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διόγνητον — Διόγνητος masc/fem acc sg Διόγνητος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διογνήτοιο — Διόγνητος masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διογνήτοιο — Διόγνητος masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διογνήτου — Διόγνητος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διογνήτου — Διόγνητος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διογνήτων — Διόγνητος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διογνήτων — Διόγνητος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διογνήτῳ — Διόγνητος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)